- γλυκόζη
- Οργανική ένωση, του τύπου C6H12Ο6, που ανήκει στην τάξη των σακχάρων. Είναι ένας μονοσακχαρίτης με 6 άτομα άνθρακα (εξόζη), με μία αλδεϋδική ομάδα (αλδόζη). Στη φύση βρίσκεται στα φρούτα, σε πολλούς γλυκοζίτες, στο αίμα, όπου περιέχεται σε σταθερή ποσότητα κλπ. Η γ. δημιουργείται με υδρόλυση των προϊόντων που την περιέχουν· στη βιομηχανία χρησιμοποιείται ως πρώτη ύλη το άμυλο.
Η γ. είναι μία λευκή κρυσταλλική ουσία, με γλυκιά γεύση, διαλυτή στο νερό, λίγο διαλυτή στην αλκοόλη και αδιάλυτη στους οργανικούς διαλύτες. Είναι οπτικά ενεργός (οπτική ισομέρεια) αλλά δεν έχει σταθερή στροφική ικανότητα: παρατηρείται πραγματικά, ότι ένα υδατικό διάλυμα γ., που παρασκευάστηκε πρόσφατα, έχει στροφική ικανότητα +113° και ότι ο βαθμός αυτός ελαττώνεται σιγά-σιγά, ώσπου να φτάσει τη σταθερή τιμή των +52°. Το φαινόμενο αυτό, που λέγεται πολυστροφισμός και εμφανίζεται σε πολλά άλλα σάκχαρα, έχει σχέση με τη διάταξη στον χώρο των ατόμων που τα αποτελούν.
Οι χημικές ιδιότητες της γ. είναι ίδιες με των αλκοολών και των αλδεϋδών εκτός από μερικές εξαιρέσεις: τα αλκοολικά υδροξύλια εστεροποιούνται από τα οξέα και σχηματίζουν εστέρες, μεταξύ των οποίων αυτοί που παρουσιάζουν περισσότερο ενδιαφέρον είναι οι φωσφορικοί εστέρες· η αλδεϋδική ομάδα, η οποία οξειδώνεται εύκολα σε καρβοξύλιο με σχηματισμό γλυκονικού οξέος, προσδίδει στη γ. αναγωγικές ιδιότητες, αντιδρά εξάλλου, με την αμμωνία και με παράγωγα, όπως π.χ. η υδραζίνη και η φαινυλυδραζίνη. Με αναγωγή της γ. παίρνουμε εξασθενή αλκοόλη, τον σορβίτη. Η γ. ζυμώνεται με την παρουσία ζύμης και μετατρέπεται σε αιθυλική αλκοόλη.
Η γ. χρησιμοποιείται για την παρασκευή ουσιών διατροφής, όπως π.χ. μαρμελάδες, τεχνητό μέλι, ζαχαρωτά, και στη φαρμακευτική, για σιρόπια και καθαρτικά.
Μερικές φυσικές και χημικές ιδιότητες της γλυκόζης έχουν διευκρινιστεί με την υπόθεση της ύπαρξης δύο στερεοχημικών τύπων σε ισορροπία μεταξύ τους.
* * *ηγλυκίδιο με ευρύτατη διάδοση στους ζωικούς και φυτικούς ιστούς, ελεύθερο ή σε μορφή διολοζιδών και πολυοζιδών.
Dictionary of Greek. 2013.